σκαμπίλι — το, Ν 1. ηχηρό ράπισμα, χτύπημα που δίνεται με την παλάμη στο πρόσωπο και κυρίως στο μάγουλο, χαστούκι, κόλαφος 2. είδος χαρτοπαιγνίου που παίζεται από δύο ή περισσότερους παίκτες και με δεσμίδα από εικοσιοκτώ ή τριανταέξι τραπουλόχαρτα 3. συνεκδ … Dictionary of Greek
σκαμπίλα — η, Ν δυνατό χαστούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμπίλι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α)] … Dictionary of Greek
σκαμπιλίζω — Ν [σκαμπίλι] μτφ. δίνω σκαμπίλια σε κάποιον, χτυπώ κάποιον με την παλάμη στο πρόσωπο, χαστουκίζω, ραπίζω … Dictionary of Greek
σφαλιάρα — η, Ν ισχυρό ράπισμα στο πρόσωπο, χαστούκι, δυνατό σκαμπίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sfagliaro] … Dictionary of Greek
φούσκος — ο, Ν 1. ισχυρό ράπισμα, χαστούκι, σκαμπίλι 2. ναυτ. σφαιρικό κατασκεύασμα, το περίβλημα τού οποίου αποτελείται από πλέγμα σχοινιών, ενώ το εσωτερικό του από στυπία και συμπιεσμένα ράκη και το οποίο αναρτάται από το περιτόναιο τού σκάφους… … Dictionary of Greek
χαστούκι — το, Ν 1. ισχυρό ράπισμα με την παλάμη, σκαμπίλι 2. μτφ. μεγάλη απογοήτευση ή μεγάλη αποτυχία («έφαγε πολλά χαστούκια στη ζωή του»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
μπάτσα — η μπάτσος, χαστούκι, σκαμπίλι: Με ειρωνεύτηκε και του έδωσα μια μπάτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)